Σήμερα εορτάζουμε. Σήμερα χαιρόμεθα. Σήμερα αφήνουμε πίσω τα όποια προβλήματά μας, οικονομικά, ερωτικά, προσωπικά, επαγγελματικά και τα λοιπά και βγαίνουμε όξω να χαρούμε λίγο γιατί πολύ μαυρίλα έχει πέσει γαμώ την καταδίκη σας.
Βέβαια θα μου πεις "πόσο εύκολο είναι ρε μπάρμπα να τα ξεχάσουμε όλα αυτά, μου λες;"
Και εγώ θα σου πω "τέκνο μου, μπορείς να ξεχάσεις τα πάντα αν πιείς νηστικός 4-5 σφηνάκια τσίπουρο-χειροβομβίδα. Το κακό είναι ότι θα ξεχάσεις και το όνομά σου, που μένεις και πως γυρνάς, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες".
Τα πάντα τα χει μελετήσει ο Σουβλακέας. Οίνος ευφραίνει καρδίαν λέγανε οι σοφοί πρόγονοί μας και ξέραν τι λένε. Βέβαια ήταν κατά της κατάχρησης γιατί τότε δεν είχαν γιατρούς να σου βάζουν ανταλλακτικό συκώτι όποτε οι τρανσαμινάσες σου ήταν περισσότερες και από το χρέος της Γκρέτσιας.
Πως ξεκίνησε όμως το έθιμο της Τσικνοπέμπτης; Ξέρεις; Όχι. Θα σου πω για να μαθαίνεις.
Πριν χιλιάδες χρόνια, στο μικρό χωριό Άνω Χοιρομέριον Κορινθίας (που είναι τώρα τα Τρίκαλα που πάτε και τα σκάτε για κόκορα-μακαρόνια και προβατίνα γάστρα; Από την άλλη πλευρά, καμία σχέση) είχε πέσει λιμός. Ο κόσμος πείναγε, δεν έβγαινε από τα σπίτια, οι έμποροι στην αγορά ήτο απογοητευμένοι, ο Τσίπρας της εποχής καθόταν σε μια γωνιά και κράταγε μούτρα στο σύμπαν, υπήρχε πολλή γκρίνια και απαλεψιά, όπως θα λέγαμε στο στρατό.
Έτσι κύλαγε ο καιρός και ο κόσμος μιζέριαζε. Ώσπου μια σκοτεινή και μουρτζούφλα μέρα κάπου στο τέλος του μήνα Γαμηλίωνα έγινε ένα θαύμα.
Ο Σουβλακεύς τους λυπήθηκε και είπε να τους στρώσει λίγο χαρακτήρα. Έτσι έριξε ένα τελεφούνκεν στο Διόνυσο (άλλη μεγάλη μορφάρα από κει πέρα). Ο Διόνυσος εκείνη την ώρα μόλις είχε ξυπνήσει από ένα γερό μεθύσι και έπινε για να θυμηθεί τι έκανε χτες βράδυ ενώ κάτι σούπερ ντούπερ θηλυκούλια του έκαναν μασσάζ στις πατούσες και τεχνητή αναπνοή στα αμελέτητα.
Λίγο πολύ ο διάλογος ήτο ο εξής :
Σ : ΈΕΕΕΕΕΕΛΑ ρι μιλίκι, τι λέει;
Δ : Μπρος
Σ : ΙΕΛΑ ΡΕ ΜΟΥΣΚΑΡΕ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ
Δ : Ε και εγώ εγώ είμαι αλλά δε βλέπω που θα μας πάει αυτό.
Σ : Ξύπνα ρε βόϊδι και σε θέλω για δουλειά.
Δ: Ποτάκι θα κεράσεις;
Σ: Και ψητό.
Δ: Θα χει και καλλίπυγες κορασίδες;
Σ: Ε φέρε και συ καμία
Δ: Νταξ από αυτό και από κρασί, έχουμε περίσσεμα. Για πε
Σ: Ρε συ, είναι ένα χωριό το Άνω Χοιρομέριον που είναι πολύ εντάξει τυπάκια αλλά έχει πέσει πολλή μαυρίλα. Και δεν τους βοηθάει κανείς. Γουστάρεις να οργανώσουμε ένα ωραίο θαυματάκι να τους φτιάξουμε το κέφι;
Δ: Πάρτι δηλαδή;
Σ : Τέτοιο πάρτι, που θα τους φύγει η μαγκιά
Δ: Μέσα δικέ μου.
Ξημέρωνε Πέμπτη και στο χωριό η γνωστή μαυρίλα, καταχνιά και εγκατάλειψη.
To Άνω Χοιρομέριον τα ξημερώματα της πρώτης Τσικνοπέμπτης
Γύρω στις 4 το απόγευμα ο Διόνυσος άκουσε μια φωνή στα ώτα του.
"ΞΥΠΝΑ ΡΕ ΚΑΡΜΠΟΓΥΦΤΑ, ΤΟ ΠΑΡΤΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ"
Αγουροξυπνημένος και ακόμα μέσα στη ζαλούρα, πετιέται ο Ντένις, βάζει τη χλαμύδα (στραβά) αρπάει τον Πάνα και τη φλογέρα του , μερικούς Σάτυρους, κάτι Νύμφες, κάτι Σειληνούς και βάζει τα πόδια στον ώμο να πάει Άνω Χοιρομέριον.
Κρύβονται στο δασάκι στις παρυφές του χωριού. Περίμεναν το σύνθημα.
Με το που έπιασε να νυχτώνει, ξαφνικά πυκνοί καπνοί έπνιξαν το χωριό.
H απαρχή του θαύματος (Inception για τους αγγλοσαξωνομαθείς)
Ο κόσμος άρχισε να πανικοβάλλεται γιατί αφ ενός μεν ήταν κοντά ο Πάνας, αφ ετέρου δε όταν βλέπεις ξαφνικά τέτοιο ντουμάνι, κλάνεις παστοκύδωνο. Και τότε ο Σουβλακεύς έριξε το σύνθημα
Σ : "ΝΤΟΥ ΡΕ!"
......
Σ : ΝΤΟΥ ΛΕΩ!!
......
......
......
Σ: ΞΥΠΝΑ ΡΕ ΠΑΛΙΟΜΠΕΚΡΟΥΛΙΑΚΑ, ΝΤΟΥ ΛΕΜΕ ΝΤΟΥ!!
Δ: ΤΙ ΝΤΟΥ ΡΕ ΣΟΥΒΛΑΚΕΑ;
Σ: ΜΑΝΙ
Δ: Ε-ΧΙΚ-Ε;
Σ : ΝΤΟΥ-ΜΑΝΙ ξύπνα ρε τι είπαμε!! ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΡΕ, ΝΤΟΥ-ΜΑΝΙ!
Και παίρνει μπροστά ο Ντένις με την κουστωδία του.
Και η ομίχλη μετατρέπεται σε ευωδιαστή τσίκνα από ψητά. Και μέσα στην αιθέρια αχλύ διαγράφονται οι σιλουέτες των κοντοσουβλίων και των γουρουνακίων που ψήνονται. Και δίπλα τους η μπάντα του Πάνα να βαράει ροκιές, καλαματιανά, πανκιές, ντίσκο, σκα, ρέγγε. Και οι Νύμφες ημίγυμνες να χορεύουν -αλλά όχι όπως οι καμένες γκόμενες του ΣΥΡΙΖΑ στα πάρτυ με πειραματικό ρεγγεχιπχοπραπτζαζφανκσοουλεθνικ- .
Και στη μέση του χωριού τρεις κρουνοί άρχισαν να ρέουν μπύρα, τσίπουρο και κρασά.
Και οι κάτοικοι ξεψάρωσαν και άρχισαν δειλά δειλά να τσιμπάνε και να πίνουν.
Μέσα σε δύο ώρες στην κεντρική πλατεία του χωριού γινόταν της Μαινάδας το κάγκελο.
Χορεύανε γυμνοί κρατώντας μπούτια (ψητά) στο αριστερό και μπούτια(ζωντανά) στο δεξί - εξ ου και το "δεν ξεύρει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά", ο Διόνυσος ντυμένος παπαροκάς να χορεύει μέσα στο συντριβάνι, τα Σουβλοχίμ να φασώνονται με τη Δημαρχέσσα, ο Δήμαρχος να τραγουδάει καραόκε αγκαλιά με τον Πάνα "Καραπιπεριμ πιπερίμ πιπερίμ", οι κάτοικοι ταυτόχρονα να τρώνε να πίνουν και να μπαλαμουτιάζονται.. Χαμός σου λέω. Γέλιο, τραγούδι, φαϊ, χορός, σεξ, κεγαμώ τις φάσεις.
Και παντού γύρω η ιερά τσίκνα να αγκαλιάζει το πλήθος και να του απορροφά τον καημό, τη δυστυχία τους ρευματισμούς και την ποδάγρα.
Το άλλο πρωί τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
Οι κάτοικοι ξύπνησαν χαρούμενοι, ευδιάθετοι και χωρίς κανένα σημάδι του τι είχαν περάσει τόσο καιρό.
Το χωριό, αγνώριστο.
To Άνω Χοιρομέριον μετά το πάρτυ
Και σε μια γωνιά στην άκρη του χωριού, ο Σουβλακέας, ο Πάνας και ο Διόνυσος, ροχάλιζαν ευχαριστημένοι και μακάριοι, γιατί για άλλη μια φορά είχαν γιατρέψει τον κόσμο από τα δεινά του, χωρίς να ζητήσουν κανένα αντάλλαγμα, πέραν από αυτό το τεράστιο χαμόγελο που ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη των κατοίκων.
Εδώ τελειώνει η ιστορία της πρώτης Τσικνοπέμπτης.
Ευοί Ευάν αδέλφια.
Να στε καλά